Στην Ελλάδα αρκούμαστε στο να βαυκαλιζόμαστε αυτάρεσκα και εθνο-εγωπαθώς για το ένδοξο παρελθόν, αγνοώντας το σύγχρονο γίγνεσθαι και αδιαφορώντας για το αυριανό
Στο σύνθετο και ευμετάβλητο διεθνές τοπίο, η Ελλάδα έχει επιλέξει τον ρόλο του παθητικού δέκτη, του αμέτοχου, αδρανούς παρατηρητή των παγκόσμιων εξελίξεων.
H επανεκλογή Τραμπ και η συνακόλουθη εφαρμογή δασμολογικών μέτρων προς τόνωση της εγχώριας βιομηχανίας των ΗΠΑ πιθανότατα σηματοδοτούν την αρχή του τέλους της παγκοσμιοποίησης. Μετά την πτώση του Τείχους και το άνοιγμα την Κίνας στις διεθνείς αγορές ως, ελέω φτηνών εργατικών, λίαν ελκυστικού προορισμού βιομηχανικών επενδύσεων, δεν ήταν λίγοι όσοι έσπευσαν να προδικάσουν «το τέλος της Ιστορίας», με τη διαφαινόμενη παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού, της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων και αγαθών και κατά προέκταση μιας παντοτινής ειρήνης. Εντούτοις, η πρόβλεψη αποδείχθηκε πρόωρη: παρά τη γενικά γραμμική της πρόοδο, η Ιστορία συχνά- πυκνά βυθίζεται σε δίνες και επακόλουθα πισωγυρίσματα.
Η γη γυρίζει, όλο γυρίζει…
Σήμερα το παγκόσμιο σκηνικό μοιάζει να σχοινοβατεί μεταξύ της παγκοσμιοποίησης από τη μια και του επόμενου, αβέβαιου ακόμα status quo. Όλα δείχνουν ότι η παγκόσμια γεωπολιτική αστάθεια (Μ. Ανατολή, Ουκρανία), η ραγδαία άνοδος του ενεργειακού κόστους (και άρα και της μεταφοράς αγαθών) και η λαϊκή δυσαρέσκεια σε μια πλειάδα δυτικών χωρών (των ΗΠΑ προεξαρχουσών) από την αποβιομηχάνιση και την απώλεια θέσεων εργασίας (που αποτυπώνεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο εκλογικά, με τις ανορθολογικές επιλογές ακραίων δημαγωγών ηγετών σε μια σειρά ανεπτυγμένων χωρών) οδηγούν βαθμιαία στην από- παγκοσμιοποίηση: η τάση επιστροφής της παραγωγής και της μεταποίησης εγγύτερα στους τόπους κατανάλωσης, δηλαδή στο δυτικό ημισφαίριο, προϋπήρχε της εξαγγελίας των δασμών Τραμπ.
Αναλυτικότερα, με τη μεταφορά προϊόντων από την Άπω Ανατολή να καθίσταται όλο και πιο ασύμφορη (λόγω αυξημένου ενεργειακού κόστους) και αστάθμητη (βλ. αντάρτες Χούθις στο πέρασμα από την Ερυθρά θάλασσα προς το Σουέζ) και τα καθεστώτα σε μια σειρά χωρών (πχ. Ρωσία, Ιράν, Β. Κορέα) να είναι εντελώς απρόβλεπτα, είναι λογικό το διεθνές κεφάλαιο να στρέφεται επενδυτικά σε διαφορετικούς, «παραδοσιακότερους» προορισμούς, κατά προτίμηση εντός ενός ασφαλέστερου θεσμικά περιβάλλοντος, σαν αυτό της Ε.Ε.
Πέραν όλων αυτών, το πρόσφατο «πογκρόμ» του καθεστώτος Τραμπ κατά δικαίων και αδίκων «αντιφρονούντων» στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα των ΗΠΑ οδηγεί αναπόφευκτα στην αθρόα φυγή σημαντικού τμήματος του δυναμικού της αμερικανικής (ή νατουραλιζέ αμερικανοποιημένης) πανεπιστημιακής και ερευνητικής κοινότητας. Είναι προφανές πως οι χώρες που θα επιδείξουν τη δέουσα πρόνοια, προσφέροντας κίνητρα προσέλκυσης και μετεγκατάστασης των επιστημόνων αυτών στην επικράτειά τους, θα βγουν αυτομάτως αναβαθμισμένες από αυτή την αναταραχή. Εφηρμοσμένη τεχνολογικά, η απρόσκοπτη παραγωγή νέας γνώσης και καινοτομίας από πλευράς των διωχθέντων ερευνητών θα αυξήσει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα των χωρών υποδοχής τους, επιτρέποντάς τους να δρέψουν τους καρπούς και τα πολλαπλά οφέλη αυτής της προόδου.
…Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ…
Σε αυτό το σύνθετο και ευμετάβλητο διεθνές τοπίο, όπου θέσφατα και κοσμοθεωρίες δεκαετιών αλλάζουν άρδην, η χώρα μας έχει επιλέξει τον ρόλο του παθητικού δέκτη, του αμέτοχου, αδρανούς παρατηρητή των παγκόσμιων εξελίξεων.
Τα (αναξιοποίητα, ακόμα) συγκριτικά πλεονεκτήματα της πατρίδας μας είναι τρία:
- η οικουμενικότητα του ελληνισμού, η ήπια ισχύς («soft- power») μας, που συνδυάζει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την Ορθοδοξία
- ο απόδημος ελληνισμός, η εκτός συνόρων (άλλη μισή) Ελλάδα που προσμένει ένα νεύμα της μητροπολιτικής Ελλάδας για να σπεύσει να συνδράμει με την τεχνογνωσία και το ανθρώπινο (αλλά και οικονομικό) της κεφάλαιο
- το εγχώριο, καλά καταρτισμένο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό, που αντί να επικουρείται από το κράτος στο να παράξει περισσότερη καινοτομία και πλούτο αναλώνεται στην αναζήτηση διεξόδων από γραφειοκρατικούς λαβυρίνθους και σε αλισβερίσια με ανεπάγγελτους παραγοντίσκους με μηδενικά εργασιακά, αλλά πολλαπλά «κομματικά ένσημα»: Γκρούεζας 2.0
Αντί να καιροφυλακτούμε ώστε να αρπάξουμε την ευκαιρία που κρύβεται πίσω από κάθε απειλή, ώστε να αναδείξουμε και να εκμεταλλευτούμε αυτά μας τα πλεονεκτήματα, μεμψιμοιρούμε αυτάρεσκα για δήθεν συνωμοσίες που οδηγούν αέναα σε ιστορικές αδικίες, για «διεθνή συ(μ)φέροντα» που (αιωνίως) μας επιβουλεύονται, για την κακοδαιμονία του περιούσιου, πλην «ανάδελφου» έθνους μας από καταβολής του. Αρκούμαστε στο να βαυκαλιζόμαστε αυτάρεσκα και εθνο-εγωπαθώς για το ένδοξο παρελθόν και τα αρχαία μας κλέη, αγνοώντας το σύγχρονο γίγνεσθαι και αδιαφορώντας για το αυριανό.
Συγκεκριμένα, αδυνατούμε να προσελκύσουμε την πληθώρα των αξιόλογων απόδημων επιστημόνων μας, οι οποίοι ευχαρίστως θα επαναπατρίζονταν ακόμα και με κλάσμα του μισθού που λαμβάνουν στην αλλοδαπή, υπό μια και μόνο προϋπόθεση: όχι τόσο την αρωγή, όσο την άρση των εμποδίων ευχερούς διεξαγωγής της έρευνας που το ίδιο το Κράτος τους θέτει (γραφειοκρατία, πολυνομία, αναξιοκρατία διαχρονικά τα κυριότερα εξ αυτών). Αντ’ αυτού, ως χώρα εξακολουθούμε εμμονικά να αναπαράγουμε το ίδιο αντιπαραγωγικό, κρατικοδίαιτο μοντέλο που μας οδήγησε στο χείλος της χρεωκοπίας, αντί να προσπαθούμε να γίνουμε πιο ευέλικτοι, παραγωγικοί, εξωστρεφείς και καινοτόμοι. Παραμένουμε δέσμιοι μιας διακομματικής νομενκλατούρας που αδιαφορεί για τα πραγματικά προβλήματα και την πρόοδο της κοινωνίας, διαφεντεύοντας τον τόπο με μοναδικό της γνώμονα τη διαιώνιση της εξουσίας και των προνομίων που εκπηγάζουν εξ αυτής.
Έτσι, αντί του επαναπατρισμού τους οι απόδημοί μας καταλήγουν σε προορισμούς με «σημαίες ευκαιρίας», όπου προσφέρουν τις υψηλής προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες τους προς όφελος των εκεί κοινωνιών.
Αντιστοίχως στη βιομηχανία και τη μεταποίηση το ίδιο στρεβλό μοντέλο λειτουργεί αποτρεπτικά για οποιονδήποτε επίδοξο επενδυτή. Με δυσθεώρητους χρόνους απονομής Δικαιοσύνης, τη γραφειοκρατία κραταιά (αν και πλέον ψηφιοποιημένη) και τους ρυθμούς λειτουργίας του Δημοσίου να παραπέμπουν σε εποχές που αντί για υπολογιστές είχαμε τεφτέρια, μόνο ένας επενδυτής-κασκαντέρ θα αποτολμούσε να δραστηριοποιηθεί στη χώρα μας. Εξαίρεση αποτελεί η εξαγορά ακίνητης περιουσίας, ιδιωτικής ή δημόσιας, τομέας που απορροφά το ήμισυ των άμεσων ξένων επενδύσεων, αποτελώντας, όμως, κατ’ ευφημισμό «επένδυση», αφού αφενός είναι αντιπαραγωγικός, αφετέρου αποτελεί κατ’ ουσίαν ξεπούλημα γης, που βαφτίζεται «επένδυση» ώστε να ταιριάζει στο αφήγημα της κυβέρνησης περί μακροοικονομικής «ανάπτυξης».
Τέλος, αντί να αξιοποιούμε στον μέγιστο δυνατό βαθμό την ήπια ισχύ του πολιτισμού μας ως μοχλό αύξησης της διπλωματικής μας ισχύος (βλ. ορθόδοξοι Συρίας), τον έχουμε υποβαθμίσει σε επίπεδο φτηνού, τουριστικού φολκλόρ, κρατώντας τον ήπιο χαρακτήρα του και απεμπολώντας την ισχύ του.
Το οξύμωρο: η ιστορική αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης
Δεκαπέντε χρόνια από την έναρξη της κρίσης και άλλα επτά (υποτίθεται) εκτός αυτής, σήμερα ζούμε το ιστορικό οξύμωρο η κοινωνία να είναι πιο προωθημένη στις θέσεις της από τους πολιτικούς της ταγούς, που υποτίθεται πως την εκπροσωπούν. Η πολιτική ελίτ που κυβερνά τον τόπο εδώ και μισό αιώνα άγεται και φέρεται ψηφοθηρικά με όρους 80s, με βάση το (λεγόμενο) πολιτικό κόστος και τα στενά, μικροπολιτικά συμφέροντα ισχνών μεν, αλλά δυσανάλογα θορυβωδών συντεχνιακών μειοψηφιών, που ανθίστανται στην (πραγματική, όχι ψευδεπίγραφη) πρόοδο και τη συλλογική ευημερία. Δημιουργείται έτσι μια αναντιστοιχία μεταξύ της κοινωνικής ζήτησης για μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό και της πεπαλαιωμένης πολιτικής προσφοράς.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ένα: σε μια εποχή που ο πλανήτης βγάζει σπίθες από το σπινιάρισμα, διαθέτουμε ως έθνος την πολυτέλεια να αναλωνόμαστε σε μια αυτοαναφορική ομφαλοσκόπηση για τα κάθε λογής, πιθανά και απίθανα επιδόματα (πχ πλυσίματος χεριών, παραγωγικότητας, χωρίς αυτή να έχει μετρηθεί κ.ο.κ.), τον 13ο (που για να μην είναι γουρσούζικος και μοναχικός, συνοδεύεται και από έναν 14ο) μισθό και τα (βατά ή άβατα;) θέματα που έπεσαν στις πανελλήνιες; Μπορούμε να διαβουλευόμαστε αέναα για πράγματα που σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη είναι προ πολλού λυμένα, όπως το αν οι κάμερες παραβιάζουν τα προσωπικά δεδομένα, αν πρέπει να υπάρχει αξιολόγηση και ποια θα έπρεπε να είναι η αντιμετώπιση επίορκων ΔΥ;
Επιπλέον, μας παίρνει να προσμένουμε από το παρόν πολιτικό προσωπικό να ανασυνταχθεί και να δράσει πιο οραματικά, χαράσσοντας νέους δρόμους, με προοπτική την εθνική ανάταση και την ανάπτυξη που θα μετακυλύεται και θα αφορά όλα τα κοινωνικά στρώματα και όχι αποκλειστικά την πολιτική και επιχειρηματική ελίτ, όπως κατ’ εξοχήν συμβαίνει τώρα;
Δυστυχώς, δεκαπέντε χρόνια μετά το Καστελόριζο ματαιοπονούμε αν αναμένουμε από τα υφιστάμενα κόμματα, που εν πολλοίς είναι υπεύθυνα για μια χαμένη δεκαετία και τρία (εκ των οποίων τα δυο τελευταία αχρείαστα) μνημόνια, να επωμιστούν το βαρύ άχθος μιας νέας εθνεγερσίας και μια παλινόρθωσης του αυτονόητου, ικανής να ανατάξει την παρούσα κατάσταση.
Είναι σαν να περιμένουμε από τον Μανωλιό ν’ αλλάξει, γνωρίζοντας από πείρας (μισού αιώνα) ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βάλει τα ρούχα του αλλιώς, ώστε να παρατείνει την έναντι ημών κοροϊδία. Ειδάλλως κινδυνεύει να μείνει γυμνός.
Καλοκαίρι μπαίνει, μήπως ν’ αλλάζαμε γκαρνταρόμπα;
Πηγή: Athensvoice.gr