Πριν καν συμπληρωθούν 3 χρόνια από την επαναλειτουργία της, η Αγορά Μοδιάνο έκλεισε κ πάλι, σπέρνοντας προβληματισμό στις τάξεις Θεσσαλονικέων και μη.

από “game- changer” σε “game- over”
Έχοντας υπάρξει επί σχεδόν εάν αιώνα ο βασικός (κυριολεκτικός) τροφοδότης της μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης, η στοά Μοδιάνο αποτελεί ένα εμβληματικό τοπωνύμιο. Επί δεκαετίες υπήρξε η καρδιά της πόλης, εκεί όπου αυτή τρεφόταν, ανέπνεε και ζούσε. Όπως κάθε αγορά σε εποχές που οι επικοινωνίες ήταν περιορισμένες, ήταν το μέρος όπου κόσμος απ’ όλες τις γωνιές της Μακεδονίας ερχόταν σ’ επαφή ανταλλάσοντας ιδέες κ απόψεις, τις οποίες εν συνεχεία μεταλαμπάδευε στον εκάστοτε τόπο καταγωγής του, επηρεάζοντας πολιτικές απόψεις και εξελίξεις και διαμορφώνοντας συνήθειες και συνειδήσεις, ακόμα κ το συλλογικό μας υποσυνείδητο.
Αναπόφευκτα ο βαθμιαίος μαρασμός της, η απώλειά της, με το κλείσιμο το 2017 και η (όπως οτιδήποτε άλλο στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια) χρονοβόρα ανακαίνισή της (ευτυχώς όχι όσο η κατασκευή- αρνητικό ρεκόρ του μετρό) απετέλεσε μια χαίνουσα πληγή στον αστικό ιστό της πόλης, αφού τόσο η τοποθεσία της, στην καρδιά του ιστορικού της κέντρου και της ραχοκοκκαλιάς της Θεσσαλονίκης, της Αριστοτέλους, όσο κ το μέγεθός της ήταν αδύνατο να περάσουν απαρατήρητα κ ν’ αφήσουν ανεπηρέαστη την κοινωνική ζωή της πόλης.
ΦΤΙΑΣΙΔΩΜΑ Ή ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ;

κλειστά κεπέγκια
Πριν από 3 χρόνια, το Δεκ του ΄22, η Μοδιάνο ξαναπαραδόθηκε «στην κυκλοφορία» της πόλης με πάσα επισημότητα, μετά βαϊων, κλάδων και τυμπανοκρουσιών ως ένας υποτιθέμενος “game- changer”, ένας επιταχυντής εξελίξεων, ένα έργο που θ’ άλλαζε σελίδα κ ταχύτητα στην Ιστορία της πόλης. Η υποδοχή της υπήρξε συγκρατημένα αισιόδοξη, αφού για τους πιο οξυδερκείς ήταν φανερό πως η αξιέπαινη, ομολογουμένως, διατήρηση του εξωτερικού κελύφους της έκρυβε από κάτω της κάτι πολύ πιο ουσιώδες: την εσωτερική γύμνια της νέας αγοράς, την έλλειψη ψυχής και καρδιάς.
Όταν μια «κεντρική αγορά τροφίμων», όπως αυτοπροσδιορίζεται επί της εισόδου της, κόβει τον ομφάλιο λώρο της με την τοπική κοινωνία, στοχεύοντας εξ αρχής στον τουρισμό ως βασικό «αγοραστή των υπηρεσιών», αντί των προϊόντων της, εκ προοιμίου αυτοαναιρείται, μετατρεπόμενη σε (άλλη μια) τουριστική ατραξιόν. Πράγμα που ενδεχομένως θα ήταν αποδεκτό κ βιώσιμο αν μιλούσαμε για μια άλλη, περισσότερο τουριστική- ή ποιοτικότερη τουριστικά- πόλη, ή για μια άλλη αγορά.
ΞΕΠΟΥΛΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ…
Στην περίπτωση της Μοδιάνο, πάντως, αποδείχθηκε περίτρανα ότι όταν πουλάς την ίδια σου την ψυχή στο βωμό του εύκολου κ γρήγορου- εκ του τουρισμού προερχόμενου- κέρδους, μετατρέποντας την κεντρική σου αγορά σε ένα mall με αμιγώς τουριστικό προσανατολισμό (ή/ και απευθυνόμενο σε μια οικτρή μειονότητα «γκουρμεδιάρηδων») και γυρνώντας την πλάτη στην ιστορία σου, στην πόλη σου και στο δικό σου, εγχώριο κοινό, τότε το «πείραμα» έχει κοντά (3 ετών), ποδάρια, όντας καταδικασμένο σε αποτυχία.
Η (αυτ-) αξία μιας τέτοιου τύπου, παραδοσιακής αγοράς είναι η αυθεντικότητά της, που προέρχεται από τον πολύχρωμο, ζωντανό χαρακτήρα των (πάλαι ποτέ) «εδώδιμων κ αποικιακών», από τις φωνές πωλητών που διαλαλούνε την πραμάτεια τους κ από τα προϊόντα που διαφημίζουν τη ζωντάνια κ την φρεσκάδα τους δια των αρωμάτων τους.
Μετατρεπόμενη σ’ ένα άχρωμο, άοσμο, αποστειρωμένο «πάρκο delicatessen εδεσμάτων» έχει εξ ορισμού απωλέσει το δρόμο κ τον προορισμό της, που δεν (θα έπρεπε να) είναι άλλος από τον αρχικό της ρόλο: πρωτίστως να θρέψει την πόλη, χονδρικώς κ λιανικώς, προσφέροντας ό,τι φρεσκότερο σε ανταγωνιστικές τιμές, επιτελώντας παράλληλα τον παράπλευρο- αλλά εξίσου σημαντικό- ρόλο της αρχαιοελληνικής αγοράς, της «εκκλησίας του δήμου», του χώρου συνάθροισης των παραγωγικών ανθρώπων, εμπόρων και καταναλωτών της πόλης, όπου σμίγουν και οσμώνονται απόψεις, παράγοντας το χαρμάνι των ιδεών που προάγουν τη σκέψη σε μια κοινωνία, επιτρέποντάς τη να προοδεύσει μέσα από τη σύνθεση θέσεων και αντιθέσεων.
ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ «Η ΕΛΛΑΣ»

απόκοσμη ατραξιόν
Κατ’ αντιστοιχία με τη Μοδιάνο σε εθνικό επίπεδο κινδυνεύουμε να υποστούμε το αυτό: έχοντας απωλέσει την «εθνική μας πυξίδα», ένα συνεκτικό εθνικό όραμα κ μια οδηγό παράσταση που θα ορίζει το «ποιοι είμαστε κ πού θέλουμε να πάμε»- όχι με γνώμονα την αποστεωμένη παρελθοντολαγνεία κ τη στείρα προγονολατρεία, αλλά μετερχόμενοι του ένδοξου παρελθόντος μας σαν πηγή έμπνευσης και εφαλτήριο για νέα κατορθώματα- ξεπουλάμε ό,τι ιερότερο διαθέτουμε, την ευλογημένη μας γη, βαφτίζοντας το ξεπούλημα αυτό «άμεσες ξένες επενδύσεις».
Απαξιώνουμε ό,τι πιο δυναμικό έχουμε, τη νεολαία μας, την οποία εξαναγκάζουμε σε εθελούσιο εξοστρακισμό εις άγραν ενός καλύτερου κ πιο αξιοπρεπούς μέλλοντος, αφού πρώτα της έχουμε «διδάξει» εμπράκτως ότι σ’ αυτό τον τόπο έχεις τύχη και διαβαίνεις μόνο αν έχεις μπάρμπα στην Κορώνη κ αν είσαι «του κόμματος», λες και ζούμε εμμονικά στο 1925, το 1965 ή το 1985.
Η «στοά Μοδιάνο»- όπως ήταν γνωστότερη μεταξύ ημών των γηγενών- δεν άντεξε ούτε 3 χρόνια το επιτηδευμένο της φτιασίδωμα, που αποσκοπούσε στο να προσελκύσει «τα τουριστάκια τα γαλαντώμα, τα ζουμπουρλούδικα».
Είναι ηλίου φαεινότερο πως μια χώρα που κατ’ αντιστοιχία επαναπαύεται στο (ΑΝΤΙ-)παραγωγικό τρίπτυχο «σεζλόνγκ/ σουβλάκι/ φραπές», στερούμενη επί δεκαετίες πραγματικής παραγωγικής βάσης, οράματος και σχεδίου, δεν δύναται να ελπίζει σε πολλά: #ως_πότε μας παίρνει να εθελοτυφλούμε;